σαγμάτιον

σαγμάτιον
τὸ, ΜΑ [σάγμα, -ατος]
μσν.
ειδική άμαξα που χρησιμοποιήθηκε στον βυζαντινό στρατό για τη μεταφορά προσωπικού ή στρατιωτικών υλικών, αλλ. τοῡλδον*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαγμάτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγμάτια — σαγμάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”